- κατασωτεύομαι
- κατασωτεύομαιsquander on profligate livingpres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατασωτεύομαι — (AM) (αποθ.) δαπανώ, σπαταλώ κάνοντας άσωτη και ακόλαστη ζωή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀσωτεύομαι «διάγω άσωτο βίο»] … Dictionary of Greek
κατασωτευσαμένους — κατασωτεύομαι squander on profligate living aor part mp masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασωτευσάμενα — κατασωτεύομαι squander on profligate living aor part mp neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασωτευόμενος — κατασωτεύομαι squander on profligate living pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασώτευση — η κατασπατάληση, διασπάθιση, εξανέμιση τής περιουσίας σε ασωτείες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατασωτεύομαι. Η λ., στον λόγιο τ. κατασώτευσις, μαρτυρείται από το 1898] … Dictionary of Greek